- πρωτονεολιθικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περίοδο της προϊστορίας του ανθρώπου πριν από τη νεολιθική εποχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτονεολιθικός — ή, ό, Ν [νεολιθικός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προϊστορική περίοδο που προηγείται τής νεολιθικής περιόδου … Dictionary of Greek